- κυκλωτός
- -ή, -ό (Α κυκλωτός, -ή, -όν) [κυκλώ (II)]αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.)νεοελλ.περιφερειακός («κυκλωτός δρόμος»).επίρρ...κυκλωτά (Α κυκλωτῶς)σε σχήμα κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.
Dictionary of Greek. 2013.